υἱοθεσία

υἱοθεσία
υἱοθεσία, ας, ἡ (υἱός, θέσις ‘placing’; Diod S 31, 27, 2 ed. Dind. X 31, 13; Diog. L. 4, 53. Oft. ins [SIG index; Dssm., NB 66f=BS 239; Rouffiac 47]; pap [PLips 28, 14; 17; 22 al.; POxy 1206, 8; 14 al., both IV A.D.; cp. Diod S 4, 39, 2 ποιεῖν θετὸν υἱον; Preisigke, Fachwörter 1915; Jur. Pap., introd. to no. 10 p. 22]) adoption, lit. a legal t.t. of ‘adoption’ of children, in our lit., i.e. in Paul, only in a transferred sense of a transcendent filial relationship between God and humans (with the legal aspect, not gender specificity, as major semantic component)
of the acceptance of the nation of Israel as son of God (cp. Ex 4:22; Is 1:2 al. where, however, the word υἱοθ. is lacking; it is found nowhere in the LXX) Ro 9:4.
of those who believe in Christ and are accepted by God as God’s children (Iren. 5, 12, 2 [Harv. II 351, 2]) with full rights τὴν υἱοθεσίαν ἀπολαβεῖν Gal 4:5; cp. Eph 1:5. ἡ διʼ αὐτοῦ διδομένη υἱοθεσία AcPl Ha 2, 28 (s. app.). The Spirit, whom the converts receive, works as πνεῦμα υἱοθεσίας Ro 8:15 (opp. πν. δουλείας=such a spirit as is possessed by a slave, not by the son of the house). The believers enter into full enjoyment of their υἱοθεσία only when the time of fulfillment releases them fr. the earthly body vs. 23.—Harnack (s. παλιγγενεσία 2); TWhaling, Adoption: PTR 21, 1923, 223–35; AWentzel, Her 65, 1930, 167–76; ADieterich, Eine Mithrasliturgie 1903, 134–56; LMarshall, Challenge of NT Ethics ’47, 258f; WRossell, JBL 71, ’52, 233f; DTheron, EvQ 28, ’56, 6–14; JScott, Adoption as Sons of God ’92. S. Lampe s.v. υἱοθετέω.—New Docs 3, 17; 4, 173. DELG s.v. υἱός. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υἱοθεσία — υἱοθεσίᾱ , υἱοθεσία adoption as a son fem nom/voc/acc dual υἱοθεσίᾱ , υἱοθεσία adoption as a son fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱοθεσίᾳ — υἱοθεσίαι , υἱοθεσία adoption as a son fem nom/voc pl υἱοθεσίᾱͅ , υἱοθεσία adoption as a son fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υιοθεσία — η 1. το να αναγνωρίζει κανείς επίσημα ξένο τέκνο ως δικό του, η υιοθέτηση: Συγγένεια από υιοθεσία. 2. μτφ., το να αναγνωρίζει κανείς ξένο πράγμα (πράξη, ευθύνη, γνώμη κτλ.), ως δικό του, ενστερνισμός, παραδοχή: Υιοθεσία της άποψης αυτής οδηγεί σε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υιοθεσία — η / υιοθεσία, ΝΜΑ η ενέργεια τού υιοθετώ, η επίσημη αναγνώριση από κάποιον ενός ξένου παιδιού ως δικού του με νόμιμη διαδικασία, υιοθέτηση νεοελλ. 1. (νομ.) η νομική απόκτηση τέκνου 2. μτφ. έγκριση, αποδοχή ενέργειας, γνώμης, ιδέας ή απόφασης… …   Dictionary of Greek

  • υἱοθεσίας — υἱοθεσίᾱς , υἱοθεσία adoption as a son fem acc pl υἱοθεσίᾱς , υἱοθεσία adoption as a son fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱοθεσίαι — υἱοθεσία adoption as a son fem nom/voc pl υἱοθεσίᾱͅ , υἱοθεσία adoption as a son fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υἱοθεσίαν — υἱοθεσίᾱν , υἱοθεσία adoption as a son fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… …   Dictionary of Greek

  • ιθαγένεια — (Νομ.). Όρος που υποδηλώνει τον νομικό δεσμό του ατόμου με το κράτος. Η εναλλακτική του ονομασία είναι υπηκοότητα. Η ι. είναι θεσμός που αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση του ατόμου, ενώ ενδιαφέρει τη δημόσια τάξη και το δημόσιο δίκαιο. Η ι.… …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • сыноположение — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (υἱοθεσία) усыновление, сыновнее состояние …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”